- θησαυρός
- сокровище
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
θησαυρός — store masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… … Dictionary of Greek
θησαυρός — ο 1. πολλά πλούτη: Θησαυροί του Κροίσου. – Κέρδισε ολόκληρο θησαυρό. 2. χρήματα ή πολύτιμα αντικείμενα που βρίσκονται κάπου κρυμμένα: Ανακάλυψε θησαυρό. 3. πλούτος πνευματικών ή ηθικών αγαθών: Θησαυρός γνώσεων ή σοφίας. 4. άνθρωπος ανώτερος, με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θησαυρός της ελληνικής γλώσσης — Τίτλος πολύτομου λεξικού της ελληνικής γλώσσας, που έγραψε και δημοσίευσε το 1572 ο γνωστός Γάλλος φιλόλογος και εκδότης Ανρί Ετιέν, γνωστός και με το εξελληνισμένο όνομα Ερρίκος Στέφανος. Περιλαμβάνει περισσότερες από 100.000 λέξεις (πολλές από… … Dictionary of Greek
θησαυροῖο — θησαυρός store masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυροῖς — θησαυρός store masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυροῖσι — θησαυρός store masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυροί — θησαυρός store masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυροῦ — θησαυρός store masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυρούς — θησαυρός store masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυρέ — θησαυρός store masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)